Αόρατο τό φθινόπωρο στήν αναβαλλόμενη απουσία τοΟ καλοκαιριοΟ, κι άς ήταν Σεπτέμβρης. Πέρα μακρυά, ό ήλιος χανόταν στο καθημερινό του ναυάγιο, ό αέρας ζέσταινε τΙς πρώτες Ανατριχίλες τών φύλλων. — Τάχα πότε πεθαίνει Ινας ποιητής; Στή χάση τοϋ δειλινού, μ’ έναν ρυθμό πού στή μνήμη κρατά αιώνες, ακολουθώντας τόν δρόμο τοΟ ήλιου στις χώρες τής λευτεριάς, μέ μιά κίνηση ερειπωμένη γιά όνειρα τελματωμένα ποΰφθανε κάτω άπ’ τό χώμα* δίχως μουσική, λόγια, γύρω άπό πέτρες πού βρέχουν μέ δάκρυα ξεραμένα χορτάρια, άνάμεσ’ άπό βλεφαρίδες υγρές, πού στάζουν υπόσχεση. Πώς νά παραδεχτής εύκολα τό τέλος τοΟ ποιητή, ε να τέλος άπαρηγότητο, μαρμαρωμένο βασίλεμα κάποιου Σεπτέμβρη …
|