Σημειώσεις από ένα ημερολόγιο
Δεν έβρεχε. Κι όμως ό χρόνος γύριζε στο φθινόπωρο – τό ‘νιωθες. Τά πράσινα φύλλα μόλις είχαν προλάβει νά ξεψυχήσουν στο νόθο χώμα τοϋ Σεπτέμβρη. Κι όμως ακόμα κάτι έμενε άπ’ τό ζεστό καλοκαίρι. Τό σούρουπο δεν είχε προλάβει ν’ απλώσει τις φτερούγες του. Οί σκιές των δέντρων, δέν εϊχαν παρατάξει ακόμα τή θλιβερή τους συνοδεία, κι άπό μακριά, ή θάλασσα ρόδιζε άπ’ τις τρεμάμενες φωτιές τοϋ ήλιου πού βούλιαζε άργά στον καθημερινό του ύγρό τάφο. Τό καλοκαίρι «κρατούσε» μέ πείσμα «τή ζωή του». Μέχρις εκείνη τή στιγμή, ή απουσία τοΰ Σεφέρη εϊ-ταν αναβαλλόμενη. “Ομως τώρα, «γυρίσαμε πάλι στο φθινόπωρο, τό καλοκαίρι — σαν ένα τετράδιο πού μας κούρασε γράφοντας», φεύγει. «Γυρίσαμε” πάντα κινάμε για νά γυρίσουμε — στή μοναξιά, μια φούχτα χώμα, στις άδειες παλάμες». Βραδιάζει. Οί ώρες βιάζονται” ή ζωή δέν «κρατιέται». “Εφυγε τή στιγμή πού τό φώς χαμήλωνε στήν απέραντη σιωπή. «Τάχα πώς πεθαίνει ένας ποιητής». Ρωτάω. Λίγες μέρες πριν είχα ανέβει τά σκαλιά τοϋ νοσοκομείου. Ξέραμε τί συνέβαινε. Τή στιγμή πού διέσχιζα τούς διαδρόμους μ’ εκείνη τή μυρωδιά τοϋ φαρμάκου, σκεφτόμουν μήπως εϊταν προτιμότερο νά γυρίσω πίσω. Τον ποιητή δέν έτυχε ποτέ νά τον γνωρίσω. Πώς τώρα, στόν τόσο πόνο του, γύρευα αυτή τή γνωριμία; Κατά βάθος ντρεπόμουν” κι ήξερα γιατί. Εϊταν ή υποψία ενός «αύριο» πού δέ θά υπήρχε εκείνος, κι ήθελα νά προλάβω, κι άς μήν ήθελα νά τό παραδεχτώ. Μιά νοσοκόμα είχε κιόλας φθάσει έξω άπό τό δωμάτιο. ‘,Εγώ βρισκόμουν ακριβώς πίσω της. “Άνοιξε γρήγορα τή θύρα. Στριμώχτηκα στον ώμο της. Μοΰ έριξε μιά ματιά αποδοκιμασίας: «Σας παρακαλώ, δέν επιτρέπεται». «Μιά στιγμή», πρόφτασα νά της απαντήσω. Ή πόρτα έκλεισε δίχως απάντηση. Ξαναπέρασα άπό τον ϊδιο διάδρομο λίγο αργότερα. Αυτή τή φορά μοϋ φάνηκε πιο έντονη ή όσμή τοϋ φαρμάκου. “Ενιωθα τήν αναπνοή μου νά σφίγγεται, κι ένα περίεργο συναίσθημα μ’ έζωνε μέχρι τό λαιμό. Βγαίνοντας άπό τή μεγάλη σιδερένια είσοδο τοϋ νοσοκομείου, ήξερα πώς δέ θά τοϋ έλεγα ποτέ «χαίρω πολύ». Μ’ αυτή τή σκέψη πήρα τό δρόμο γιά τή δουλειά. “Εχουν περάσει δώδεκα μέρες άπό τότε. Εκείνο τό απόγευμα τό φθινόπωρο εϊταν ακόμη αδιόρατο στήν Αθήνα. Τά κίτρινα φύλλα υπονοούσαν τον ερχομό του. Θυμάμαι τά πάντα άπό τή στιγμή πού είδα τον ποιητή νεκρό. Δέν πρόκειται όμως ποτέ πιά νά θυμηθώ τί αίσθά-θηκα στο άκουσμα εκείνης της τρισύλλαβης λέξης: «Πέθανε». “Ολα τ’ άλλα ακολούθησαν τό νόημα της λέξης αυτής. Ή εκκλησία τοϋ Σωτήρος. Μερικοί είχαν σταματήσει στο χαμηλό πεζοδρόμιο και κουβέντιαζαν σέ σιγανό τόνο. “Αλλοι μπαινόβγαιναν βουβοί κοιτάζοντας ό ένας τον άλλον. Καθένας ήθελε νά ξέρει πώς κι ό άλλος ένοιωθε όπως κι αυτός. Εϊταν ένα είδος σιωπηλής συμφωνίας. Στάθηκα ακίνητη, αρκετή ώρα, βλέποντας τά θλιμμένα κυκλάμινα πού είχαν αφήσει στο ξύλινο σκέπασμα. Σκέφθηκα πόσο αγαπούσε ό ποιητής τ’ αγριολούλουδα: τούς «αγάπανθους» του. Ακόμη δέν είχα συνειδητοποιήσει πώς βρισκόμουν μπροστά σ’ ένα τέτοιο νεκρό. “Ενοιωθα αδύναμη νά νιώσω τό βάρος του. “Ολα εϊταν ήσυχα μέσα στήν εκκλησία. Δυο νέοι πλησίασαν κι άφησαν ένα μάτσο γαρύφαλλα. “Υστερα, έσκυψαν κι άλλοι, κι άλλοι. Τό φέρετρο έγινε ένας μικρός λόφος μέ λουλούδια. “Εφευγα σχεδόν τρέχοντας. Μιά διάθεση νά μιλήσω μέ κάποιον. Τό αλλο μεσημέρι, ή Πλάκα είχε πάρει μιά άλλη ουσία, δέ λειτουργούσε στις αισθήσεις μου όπως πρίν. ΟΙ στενοί δρόμοι κοντά στήν εκκλησία, γεμάτοι κόσμο. “Ολοι περίμεναν αμίλητοι. Ήρθε μιά στιγμή πού ξέσπασαν σέ κραυγές, ήσυχα στήν άρχή, μ’ ένα πείσμα κατόπιν, πού είχε τή δική του ζωή. Εκδίκηση γιά όνειρα πού βούλιαζαν τώρα πιο βαθιά α’ ένα πανάθλιο τέλμα, πού λες κι έγινε πιό ψηλαφητό μέ τό άνοιγμα ενός τάφου; ” Ίσως. Μά ποιος είναι αλήθεια αυτός ό νεκρός πού κλαίνε στο πέρασμα του; “Όλοι τό ξέρουν. Ή σημασία της παρουσίας του και τώρα ή σημασία της απουσίας του εϊταν καλά χωμένες μέσα στή συνείδηση τους. Κι αυτοί πού τραγούδαγαν την «”Αρνηση»; Εκείνοι πιό πολύ άπ’ όλους. Εϊταν οί δικοί του άνθρωποι, ό κόσμος της χώρας του. Εϊταν ακόμη οί δρόμοι, τά αραιά δέντρα, τό αρχαίο μάρμαρο άπό τις στήλες τοϋ Όλυμπίου Διός, οί πέτρες, ό μόλις ανηφορικός δρόμος γιά τό κοιμητήρι. Εϊταν όλα εκείνα πού θά μπορούσε νά περιγράψει μέ τή γνωστή πανάκριβη ακρίβεια του, τά χλωμά πρόσωπα πού τον συνόδευαν δίχως συγκατάβαση, χωρίς συμβιβασμό, μ’ έκεϊνο πού είχε συμβεί, ακολουθώντας τό δικό του ελεύθερο δρόμο. Τον πιό βαθύ δρόμο της ελευθερίας πού μόλις τώρα άρχιζε. Ό ρυθμός των βημάτων τους, είχε μια δύναμη πού δέ χωρούσε καμμιά αμφιβολία. Ναί, είναι βέβαιο: έμοιαζε κάπως μέ τό κροτάλισμα τοϋ χοροϋ της τραγωδίας. Σκέφτηκα: ή τραγωδία έχει πάντα μια κάθαρση. Ή ώρα ζύγωνε… Ό ποιητής ξαναγύριζε στο φθινόπωρο. Μια φούχτα χώμα, κάτω άπό τις πέτρες και τά χορτάρια. Και ξαφνικά, μ’ ένα ρυθμό πού θά κρατήσει στή μνήμη μου αιώνες,-είδα τή μορφή τοϋ κουρασμένου προσώπου, ήρεμη, απαίδευτη άπό τόν πόνο. «Είχαν ένα χρώμα τά χέρια σου σάν τό μήλο πού πέφτει… — μια κίνηση πάντα προς τόν ϋπνο τοϋ πελάγου…». Κι εϊταν ένα πλήθος έκεϊ μπροστά του, «χίλιοι άνθρωποι ξεχασμένοι, σβησμένες ρυτίδες, ερειπωμένες αγκαλιές… έργα σταματημένα, σιωπηλοί σταθμοί». Αυτή ή μορφή, πώς νά φέρει τρόμο: Εϊταν «τά κλεισμένα βλέφαρα, τά κλεισμένα φτερά», ή γαλήνη ενός μαρμαρωμένου προσώπου πού έσταζε στήν καρδιά μιά γλυκεία υπόσχεση. Εκείνη κράτησα. “Ισως τήν κράτησαν κι άλλοι, γιατί εκείνη τήν ύστατη στιγμή «κανείς δεν αποφάσιζε» νά φύγει. “Ολοι γνωρίζαμε πώς «τήν άλλη αυγή δέ θά μας έμενε τίποτε” — μονάχα — ένα τέλος απαρηγόρητο, μαρμαρωμένο βασίλεμα κάποιου Σεπτέμβρη…» «Διαπίστωση» ‘ Ιανουάριος 1972, τεύχος 3 |